- κιρκοί
- κιρκόωhoop roundpres subj mp 2nd sgκιρκόωhoop roundpres ind mp 2nd sgκιρκόωhoop roundpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίρκοι — κίρκος hawk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπακτικά — Τάξη της παλαιότερης συστηματικής κατάταξης των πτηνών, που περιλάμβανε όλα τα ημερόβια και νυκτόβια α. πουλιά. Η τάξη αυτή, που δεν χρησιμοποιείται πια από τη συστηματική, ανήκε στην υφομοταξία των τροπιδωτών και χωριζόταν στις δύο υποτάξεις των … Dictionary of Greek
Ουαλία — (αγγλ. Wales, ουαλλικά Cymru). Ιστορικογεωγραφική περιοχή της Μεγάλης Βρετανίας, που ανήκει πολιτικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τον τίτλο πριγκιπάτου. Βρέχεται από την Ιρλανδική θάλασσα στα Β (όπου βρίσκονται, πέρα από το στενό Μενάι, τα ουαλλικά… … Dictionary of Greek
Πυρηναία — Ορεινή αλυσίδα, μήκους 450 χλμ., που χωρίζει την Ιβηρική Χερσόνησο από τη Γαλλία. Τα Π. εκτείνονται στη διεύθυνση των παραλλήλων από το ακρωτήριο Κρέους στη Μεσόγειο έως το Ακρωτήριο Ιγκέρ στον Βισκαϊκό κόλπο· το ένα τρίτο της επιφάνειάς τους… … Dictionary of Greek